μακροκεφαλία

μακροκεφαλία
η
ανθρωπολ. υπέρμετρη αύξηση τής κρανιακής περιμέτρου, που μπορεί να συνοδεύεται και από αύξηση τού όγκου τού εγκεφάλου και που παρατηρείται τόσο σε φυσιολογικά άτομα όσο και σε διανοητικώς καθυστερημένα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

  • μακροκέφαλος — η, ο (Α μακροκέφαλος, ον) νεοελλ. ιατρ. αυτός που εμφανίζει μακροκεφαλία αρχ. 1. αυτός που έχει μακρύ κεφάλι 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Μακροκέφαλοι σκυθικό φύλο που κατοικούσε δυτικά τής Κολχίδας και είχε το έθιμο να περισφίγγει πλαγίως… …   Dictionary of Greek

  • δολιχοκεφαλία — η το να έχει κάποιος το κρανίο έτσι ώστε η απόσταση από το μέτωπο ως την κορυφή του κεφαλιού να είναι μεγαλύτερη από την εγκάρσια, μακροκεφαλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”